σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ανδρεάδη, Κατερίνα — (Αθήνα 1909 – 1993).Ηθοποιός. To πατρικό της επώνυμο ήταν Καρύδη. Φοίτησε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πρώτη εμφάνισή της στις επιδείξεις της σχολής (1927), στον Έμπορο της Βενετίας.Παρακολούθησε μαθήματα στο… … Dictionary of Greek
Βάρμπουργκ, Ότο — (Otto Warburg, Αμβούργο 1859 – Ιερουσαλήμ 1938). Γερμανός βοτανολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Από το 1885 έως το 1889 ταξίδεψε στην ανατολική και νότια Ασία και το 1892 προσκλήθηκε να διδάξει τροπική γεωργία στο σεμινάριο του Βερολίνου. Υπήρξε… … Dictionary of Greek
Γιακόμπι, Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ — (Karl Gustav Jacob Jacobi, Πότσνταμ 1804 – Βερολίνο 1851). Γερμανός μαθηματικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πάρα πολύ νέος έδειξε εξαιρετική ευφυΐα και κατά τη δημιουργική, σύντομη ζωή του συνέβαλε αξιοσημείωτα σε κάθε κλάδο της μαθηματικής γνώσης,… … Dictionary of Greek
Διαμαντόπουλος, Αδαμάντιος — (Αγχίαλος 1869 – Αθήνα 1948). Ιστορικός, καθηγητής και δημοσιογράφος. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στο Κίεβο της Ουκρανίας. Το 1893 διορίστηκε καθηγητής της ιστορίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παρέμεινε έως το 1902 … Dictionary of Greek